πλαστος

πλαστος
    πλαστός
    3
    [adj. verb. к πλάσσω См. πλασσω]
    1) вылепленный, лепной
    

(σκεῦος Plat.; εἰκών Plut.)

    2) подложный, поддельный
    

(γράμματα Plut.)

    π. πατρί Soph. — не подлинный сын отца, т.е. пасынок

    3) деланный, притворный, мнимый
    

(βακχεῖαι Eur.; φιλία Xen.; λόγοι NT.)

    4) вымышленный, выдуманный
    

(λόγος Her.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πλαστος" в других словарях:

  • πλαστός — formed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστός — ή, ό / πλαστός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, ιδίως από πηλό ή κερί 2. αυτός που πλάστηκε ως απομίμηση τού γνησίου, ψευδής, ψεύτικος, κίβδηλος (α. «πλαστό έγγραφο» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • πλαστός — ή, ό ο ψεύτικος, ο μη γνήσιος, ο μη πραγματικός: Ο τίτλος είναι πλαστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαστόν — πλαστός formed masc acc sg πλαστός formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοῖς — πλαστός formed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοί — πλαστός formed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστοῦ — πλαστός formed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστῶς — πλαστός formed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαστῷ — πλαστός formed masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρόπλαστος — η, ο (Α κηρόπλαστος, ον) ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.) αρχ. 1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.) 2. κηρόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»